βάταλος

βάταλος
βάταλος και βάτταλος, ο (Α)
1. ο τραυλός
2. ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ (-έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. bata- «αδύνατος άνθρωπος»), δεν είναι ικανοποιητική. Ο τ. βάτταλος, που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. βατταρίζω «τραυλίζω», με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. βάταλος χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία αντίθετα προς τον τ. βάτταλος, κατά τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως παρατσούκλι για τον Δημοσθένη από την παιδική του ηλικία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βάταλος — stammerer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάταλος — stammerer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατάλου — Βάταλος stammerer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατάλου — βάταλος stammerer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατάλους — Βάταλος stammerer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατάλους — βάταλος stammerer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατάλων — Βάταλος stammerer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατάλων — βάταλος stammerer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάταλον — Βάταλος stammerer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάταλον — βάταλος stammerer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”